ἁλυκρός — lukewarm masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλυκρά — ἁλυκρός lukewarm neut nom/voc/acc pl ἁλυκρά̱ , ἁλυκρός lukewarm fem nom/voc/acc dual ἁλυκρά̱ , ἁλυκρός lukewarm fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλυκρόν — ἁλυκρός lukewarm masc acc sg ἁλυκρός lukewarm neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλυκρός — θαλυκρός, ά, όν (Α) θερμός, διάπυρος («θαλυκρὸν κέντρον ἐρωτομανίης» καυτό κεντρί ερωτικής μανίας). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το κ στο θ. ανάγεται πιθ. σε ένα ΙΕ χειλοϋπερωικό qw (πρβλ. θάλπω). Οι τ. θαλύψαι, θαλύ < πτ > εσθαι αποτελούν… … Dictionary of Greek
su̯el-2 — su̯el 2 English meaning: to smoulder, burn Deutsche Übersetzung: ‘schwelen, brennen” Material: O.Ind. svárati “radiates, shines “; svargá m. “ sky “; Gk. εἵλη, εἴλη, ἕλη f. “ solar warmth, sunlight “, γέλαν αὐγήν ἡλίου, lak. βέλα… … Proto-Indo-European etymological dictionary